εμφρύγω

εμφρύγω
ἐμφρύγω και ἐμφρύττω (Α)
1. φρύγω, φρυγανιζω μέσα σε κάτι, ξεροτηγανίζω
2. μέσ. ἐμφρύγομαι
ξεροψήνομαι, ξεροτηγανίζομαι, φρυγανίζομαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”